- οἰσύοις
- οἴσυονwickerworkneut dat plοἴσυοςmasc dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οίσυον — οἴσυον, τὸ (Α) [οισύα] 1. (αμφβλ. ανάγν.) οισύα* 2. φρ. «ἐν τοῑς οἰσύοις» τόπος αγοράς καλαθιών κατασκευασμένων από κλαδιά λυγαριάς … Dictionary of Greek